July 2, 2015

Δραπετεύοντας τολμηρά από το έντυπο παράδειγμα

Τους τελευταίους μήνες στην Ελλάδα το βιβλίο και η εθνική πολιτική που το αφορά φαίνεται να ενδιαφέρουν πολύ και πολλούς, όπως δείχνει η αυξημένη και έντονη συζήτηση που δημιουργήθηκε με αφορμή δύο σημαντικές ανακατατάξεις στον εγχώριο πολιτιστικό χάρτη: την κατάργηση και συγχώνευση του Ε.ΚΕ.ΒΙ. στο Ε.Ι.Π. (Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού) και την κατάργηση της ενιαίας τιμής βιβλίου. Πίσω από τις «καπνισμένες κάννες» πολιτικών, διανοουμένων και εκδοτών, ας επιχειρήσουμε να διαβάσουμε τις εξελίξεις αυτές όχι τόσο ως μεμονωμένα ή αλληλένδετα περιστατικά στον χώρο του βιβλίου αλλά κυρίως ως πολιτισμικά και ιστορικά σημεία των καιρών: ό,τι διαπερνά και ενώνει τους –περισσότερους– λόγους της δημόσιας συζήτησης γύρω από το (ελληνικό) μέλλον του βιβλίου δεν είναι τόσο οι αστήρικτες φοβίες πως όλοι εμείς θα σταματήσουμε να διαβάζουμε αλλά μάλλον περισσότερο το γεγονός πως εμφανιζόμαστε –αρκετοί από εμάς– εντυπωσιακά απροετοίμαστοι και αμήχανοι ως προς το να δεχτούμε και κυρίως να διαχειριστούμε τη διαπίστωση πως το βιβλίο-ως-τεχνολογία και ως παράδειγμα γνώσης οδηγείται προς τη δύση του. Το σοκ (του μέλλοντος, κατά τον Alvin Toffler) είναι στ’ αλήθεια ισχυρό, γι’ αυτό ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Το βιβλίο-ως-τεχνολογία

Αν η επινόηση της γραφής υπήρξε η μεγαλύτερη πολιτισμική καινοτομία στην ιστορία του ανθρώπινου είδους, καθιερώνοντας ένα νέο παράδειγμα ως προς τον τρόπο που (συ)στήνεται, αποτυπώνεται και επικοινωνείται η ανθρώπινη σκέψη, [1] έκτοτε μια σειρά από τεχνολογικές επαναστάσεις εγκαινίαζαν, κάθε λίγο, διαδοχικές εποχές αναπαράστασης της πληροφορίας και της γνώσης (information ages): ο πάπυρος, ο χειρόγραφος κώδικας, η μηχανική εκτύπωση με κινητά τυπογραφικά στοιχεία –μακρινό εγγόνι της οποίας είναι το έντυπο βιβλίο, όπως το ξέρουμε– και, σήμερα, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, όλες αυτές οι τεχνολογίες που διαδοχικά «φιλοξένησαν» τη γραφή και διαμόρφωσαν την ανάγνωσή της, μαρτυρούν πως η ανθρώπινη ιστορία και τα υποκείμενά της αποδεικνύονται και είναι εξόχως εφευρετικά και ευπροσάρμοστα στη διανοητική και τεχνική πρόοδο. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο πως κορυφαίοι θεωρητικοί των μέσων και ιστορικοί, ανάμεσά τους ο Marshall McLuhan, ο Friedrich Kittler, η Elizabeth Eisenstein και ο Roger Chartier, διαβάζουν επίμονα τις διανοητικές επαναστάσεις ως στιγμές-κορυφές στην ιστορία των μέσων (media events).

Μεταφέροντας τη διατυπωμένη στα 1797 καντιανή αγωνία για το «τι είναι το βιβλίο;» από την πολιτική φιλοσοφία στο σταυροδρόμι πολιτισμικών σπουδών, διανοητικής ιστορίας και θεωρίας των μέσων, συνειδητοποιούμε το βιβλίο τόσο ως λόγο (discourse) όσο κυρίως ως μία εκ των στιγμών στη γενεαλογία των τεχνολογιών της γνώσης (opus mechanicum). [2] Αν, λοιπόν, για τα πολλαπλά καθεστώτα λόγου, όπως για παράδειγμα για τον λογοτεχνικό, τον φιλοσοφικό ή τον πολιτικό λόγο, οργανώνουμε διαρκώς και χρησιμοποιούμε μεταγλώσσες, λεξιλόγια και πρακτικές για τη διαχείρισή τους –ό,τι, δηλαδή, περιληπτικά περιγράφουμε ως θεωρία–, αυτό που εδώ συζητώ και με απασχολεί αφορά την άλλη όψη του νομίσματος και μια διαφορετικής υφής προβληματική: την οργάνωση, την αναπαράσταση και τη διαχείριση της εμπειρίας και της γνώσης, προϋποθέτοντας μια υλική, μηχανική διαμεσολάβηση, μια τεχνολογία.

Γιατί όσο η ιστορία προχωρούσε και προχωρά, άλλο τόσο η ανθρώπινη εμπειρία και πληροφορία αυξάνονται εκθετικά. Έτσι, οι νέες κάθε φορά τεχνολογίες –ή αλλιώς τα μέσα– της γραφής καλούνται να προσαρμοστούν και να δημιουργήσουν μηχανισμούς και εργαλεία προκειμένου να διαχειριστούν την πληροφοριακή αυτή συσσώρευση και τον συνωστισμό στην πολιτισμική μνήμη και ιστορία. Ανακρίνοντας το βιβλίο στο πλαίσιο αυτής της θεώρησης, γινόμαστε μάρτυρες και χρήστες μιας σειράς από κραταιές συμβάσεις και σύνθετα εργαλεία, όπως η ίδια η έννοια της σελίδας, ο τίτλος, οι βιβλιογραφικές παραπομπές, τα περιεχόμενα, οι υποσελίδιες σημειώσεις, οι πίνακες, τα παραρτήματα, που επινοήθηκαν και χρησιμοποιούνται κατά κόρον, προκειμένου να αποθηκεύεται, διαχειρίζεται και αναπαρίσταται ένας διαρκώς αυξανόμενος όγκος πληροφορίας, εγκλωβίζοντας και εξισώνοντας ταυτόχρονα τις αναλυτικές μας ικανότητες αλλά και αποφάνσεις στο ίδιο διανοητικό επίπεδο το οποίο τα αντικείμενα που μελετούμε (περι)ορίζουν.[3]

Αν, λοιπόν, το βιβλίο έτυχε να είναι ο προτελευταίος στη σειρά έως σήμερα φορέας-σταθμός της ανθρώπινης γραφής, υπήρξε σίγουρα ο πιο καταλυτικός ως προς την αντιληπτική περιουσία που μας κληροδότησε για το σημασιολογικό φορτίο των όρων κείμενο και γραφή· [4] ως προς το πλαίσιο κριτικού λόγου που διαμόρφωσε, εντός του οποίου έγιναν αντικείμενο επεξεργασίας και συζητήθηκαν ευρέως τον τελευταίο αιώνα έννοιες όπως η αναπαράσταση και η αφήγηση· τέλος, ως προς τους κοινωνικούς εκείνους θεσμούς, τις οικονομικές διαστάσεις και τις πολιτισμικές πρακτικές που η συνθήκη του έντυπου καπιταλισμού σμίλεψε και αναπαρήγαγε, από τη διαμόρφωση των εθνικών ταυτοτήτων,[5]τη διατήρηση και την κυριαρχία του βιβλίου ως πολιτισμικού αγαθού στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους (μέσα από τις βιβλιοθήκες, τα αρχεία, τα εκπαιδευτικά μοντέλα, τους αξιολογικούς μηχανισμούς) έως την κατασκευή ρόλων και σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων που εμπλέκονται στην παραγωγή και την κυκλοφορία του.[6]

Η ψηφιακή τεχνολογία-ως-παράδειγμα και η ελληνική σκόνη των βιβλίων

Η πληθυντική και ριζικά διαφορετική ποιότητα της γνώσης με την οποία, κατά τον Lyotard, φτάνουμε και ολοένα εμπλουτίζουμε στη μεταβιομηχανική και μεταμοντέρνα συνθήκη από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και εξής,[7] είτε ιδωθεί ως το κλείσιμο της παρένθεσης του Γουτεμβέργιου[8] είτε ως μια δευτεροβάθμια προφορικότητα (secondary orality),[9] όχι μόνο ξεπερνά και ακυρώνει κάθε είδους έντυπη αφηγηματική πειθαρχία, αλλά κυρίως διεκδικεί και ταυτόχρονα επιβάλλει νέες τεχνολογίες για την οργάνωση και τη διαχείρισή της: πρέπει επειγόντως να επινοήσουμε «νέους κανόνες για το παιχνίδι».[10] Στις ολοένα και περισσότερο ψηφιακά προσανατολισμένες και μηχανοκρατούμενες κοινωνίες, η αγωνία είναι πια ηχηρή: πώς μεταβαίνουμε από το παράδειγμα του έντυπου καπιταλισμού σε μια εναλλακτική κουλτούρα γνώσης και ποια είναι η νέα τεχνολογία που τη φιλοξενεί; Είναι όντως τα google books και οι e-readers οχήματα προς την επόμενη εποχή της πληροφορίας και είναι το ελεύθερο λογισμικό και ο προγραμματισμός οι δεξιότητες της νέας γραφής;

Από τον Vannevar Bush, και την εν έτει 1945 πρότασή του για τη memex, ένα υβριδικό τεχνολογικό προϊόν, μεταξύ διαδραστικού ευρετηρίου/μνήμης και αποθετηρίου (memex+index) προκειμένου να φιλοξενηθεί η σύνθετη ανθρώπινη γνώση[11] έως όλους όσοι ασχολούνται σήμερα με αυτή την περίεργη και πολύφερνη νύφη που λέγεται Digital Humanities ή αλλιώς Ψηφιακές Ανθρωπιστικές Επιστήμες,[12] εκείνο που ενώνει τις απόπειρες αυτών των επιστημόνων αλλά και όλων μας είναι να επινοήσουμε νέες, ψηφιακές πια, τεχνολογίες προκειμένου να γίνει διαχειρίσιμος αυτός ο συσσωρευμένος και ετερογενής όγκος της γνώσης και της πληροφορίας. Παράλληλα, κλονίζοντας την ασφάλεια των –στενά συνδεδεμένων με το έντυπο παράδειγμα– όρων κείμενο, γραφή, ερμηνεία και ανάγνωση13 επιχειρούμε να πειραματιστούμε με νέες κατηγορίες αντίληψης, λόγου και αναπαράστασης καθώς και με μεθόδους και εργαλεία από τις θετικές επιστήμες.14 Δοκιμάζουμε, τέλος, να κατανοήσουμε και να αξιοποιήσουμε τις ανθρωπολογικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις των καινούριων όρων της γραφής και της επικοινωνίας της που εγκαινιάζουν και διαρκώς εξελίσσουν οι τεχνολογίες αυτές, αναζητώντας διαφορετικά (θεσμικά ή μη) μοντέλα για την υποδοχή και τη διαχείριση αυτής της νέας κουλτούρας γνώσης.[15] Στην Ελλάδα –όταν το σύνολο της ανθρώπινης ιστορίας, συμπεριφοράς και πολιτισμού μεταφέρεται στο ψηφιακό παράδειγμα, όταν εκπαιδευτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διαδικασίες, κοινότητες και ταυτότητες δομούνται, καθορίζονται και (επανα)συστήνονται πλέον μέσα από τα ψηφιακά μέσα και τις τεχνολογίες–, πέρα και πίσω από τις αγωνίες των εκδοτών και τις πολιτικές διακηρύξεις, οι ευαισθησίες και κυρίως τα αντανακλαστικά της πολιτισμικής μας προσαρμογής στη νέα αυτή ψηφιακή κουλτούρα εμφανίζονται εντυπωσιακά αδρανή και ανενεργά. Είναι, νομίζω, μέσα σε μια τέτοια συγκυρία που το βιβλίο αλλά και ο πολιτισμικός λόγος και χώρος που αυτό ορίζει, από τις βιβλιοθήκες και τον εκδοτικό κλάδο έως την εκπαίδευση, τις σπουδές Λογοτεχνίας και τη λογοτεχνική κριτική, αναπαύονται στη –μεταφορική και κυριολεκτική– σκόνη του χρόνου. Σε μια χώρα που δοξάζει με κάθε ευκαιρία το παρελθόν, παλεύει να επιβιώσει στο παρόν και αγνοεί(ται σ)το μέλλον, η ελληνική εμμονή στην τεχνολογία του βιβλίου συνοδοιπορεί με ένα τριπλό κοκτέιλ: μιας στρατηγικής περικοπών, ενός συντηρητικού πυρήνα πολιτιστικής πολιτικής, που συνεχίζει να επενδύει στην –ανώδυνη πλην ξεπερασμένη-comfort zone εκθέσεων βιβλίου και στην– σχεδόν εθνικιστικής ρητορικής και πρόθεσης «προβολή του ελληνικού πολιτισμού και τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας σε ολόκληρο τον κόσμο»[16] και, τέλος, ενός εκπαιδευτικού μοντέλου εμποτισμένου στην καθηγητική αυθεντία και στο ένα έντυπο διδακτικό εγχειρίδιο αγνοώντας εναλλακτικά παραδείγματα, αναπαραστάσεις και τεχνολογίες γνώσης. Ό,τι είμαστε σε θέση να διαπιστώνουμε σήμερα είναι αφενός μικρά, άτολμα και άνευρα θεσμικά βήματα προς το ψηφιακό παράδειγμα και αφετέρου συλλήβδην εγκατάλειψη του χώρου στις ιδιωτικές πρωτοβουλίες.

Γιατί, ακόμη κι αν φαινόμαστε κουλ πάνω από πληκτρολόγια και οθόνες, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Ας το ξαναπώ: με το να αντιμετωπίζουμε απλοϊκά τα e-books, την ολοένα επεκτεινόμενη ψηφιακή βιβλιοθήκη των google books, τα εναλλακτικά μοντέλα και πλατφόρμες δημοσίευσης και έκδοσης ή τους ηλεκτρονικούς καταλόγους των βιβλιοθηκών, τις βάσεις δεδομένων, τα ψηφιοποιημένα αντίγραφα κειμενικών τεκμηρίων ή τα «κείμενα-στο-ίντερνετ», επαναπαυόμενοι πως είμαστε έτοιμοι και πως, ναι, αυτό είναι το επόμενο κεφάλαιο στη γενεαλογία της τεχνολογίας της γνώσης, προκαλούμε την ίδια την ιστορία να μας κλείσει το μάτι. Κάνουμε λάθος. Γιατί η συντηρητική εκδοχή ή η επιφανειακή ανάγνωση των παραπάνω και άλλων πρωτοβουλιών που εγγράφουμε στην ατζέντα της ψηφιακής εποχής ουσιαστικά αναπαράγει και εμπεδώνει τις αντιληπτικές συμβάσεις και το επιστημολογικό παράδειγμα που το βιβλίο ως τεχνολογία γέννησε, αυτή τη φορά στο ψηφιακό περιβάλλον. Έτσι, συνεχίζουμε να διαβάζουμε γραμμικά και να γυρνάμε σελίδες με ένα κλικ στα tablets –πού και πού και υπερκειμενικά στο web–, να κρατάμε σημειώσεις με ένα λογισμικό επισημείωσης, να οργανώνουμε έγγραφα και βιβλία σε ηλεκτρονικούς φακέλους (file) και βιβλιοθήκες (library) στους υπολογιστές μας και να αναζητούμε προεκτάσεις της μνήμης μας για να τα διατηρήσουμε (memory cards).

Αν κάτι μας χορηγεί η σημερινή μεταβατική τεχνολογικά εποχή και αν κάτι προέχει σε μια πολιτισμική πολιτική υπό κατασκευή εν έτει 2014, αυτό είναι να τολμήσουμε και να απαιτήσουμε μια καθοριστική αλλαγή στον τρόπο που κατανοούμε και χρησιμοποιούμε την ψηφιακή τεχνολογία-ως-παράδειγμα: είναι η τύχη και μαζί η μοίρα της γενιάς μας, μας θυμίζει ο Derrida, έχοντας διακρίνει από θέση συντελεσμένου μέλλοντα όλες τις προηγούμενες περιπέτειες των τεχνολογιών της γνώσης, να επιχειρήσουμε όχι τη γραμμική τους και βολική συνέχεια αλλά την αναστοχαστική τους ανάκριση και ρήξη.[17]

Χωρίς να φοβόμαστε –γιατί άλλωστε;– ή να εγκωμιάζουμε άκριτα τις ψηφιακές τεχνολογίες, ας εκλεπτύνουμε τις αναλύσεις και ας εντείνουμε τις παρεμβάσεις μας ερευνώντας τι και πώς μπορούμε να εννοήσουμε πια ως «περιεχόμενο» και «πληροφορία» στο ψηφιακό παράδειγμα και με ποιους τρόπους μπορούμε να διαχειριστούμε τις ριζικά διαφορετικές –και, εν μέρει, ακόμη άγνωστες– ποιότητες της γνώσης σε περιβάλλοντα στενά συνυφασμένα με αυτήν, όπως οι βιβλιοθήκες, τα αρχεία και τα ερευνητικά κέντρα. Μακριά από λαϊκίστικες εξαγγελίες για «δωρεάν ασύρματο ίντερνετ σε όλη τη χώρα», ας διεκδικήσουμε και ας ενισχύσουμε ορθά οργανωμένη και βιώσιμη ψηφιακή υποδομή, καλές πρακτικές, στοχευμένα και εμπνευσμένα –ήδη από το σχολείο και το πανεπιστήμιο– προγράμματα ψηφιακού εγγραμματισμού (digital literacy) αλλά και εξωστρεφείς και καινοτόμες πρωτοβουλίες και νέα μοντέλα δημιουργίας στον χώρο της (ψηφιακής και όχι μόνο) κουλτούρας. Και στην πρωτόγνωρη αυτή κοινωνική συνθήκη, ας αναψηλαφήσουμε εκ νέου τις κατηγορίες της δημοκρατίας και της ελευθερίας, των πολιτισμικών δικαιωμάτων, της κοινωνικής κατασκευής και παρουσίας των υποκειμένων, της συμμετοχής και της δημιουργίας τους στα πεδία της γνώσης και του πολιτισμού.

Ας είμαστε, τέλος, ρεαλιστές. Οι περισσότεροι ιστορικοί –του βιβλίου και όχι μόνο– μας καθησυχάζουν: το βιβλίο θα συνεχίσει να υπάρχει και κυρίως εμείς θα είμαστε εκεί για να το διαβάζουμε ή για να το μνημειώνουμε. Γιατί όλοι τους συνηγορούν πως το βιβλίο-ως-τεχνολογία βρίσκεται πια στην παράταση του βίου του και πως το μόνο πράγμα για το οποίο δεν είμαστε σίγουροι είναι αν θα είναι σε 50 ή σε 100 χρόνια, κάπου μεταξύ έντυπης νοσταλγίας και ψηφιακής ουτοπίας, που θα ξεπροβάλει το πραγματικό τέλος του κόσμου της γνώσης όπως τον ξέραμε – και θα νιώθουμε περίφημα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]. Walter J. Ong, «Writing is a technology that restructures thought», στο The Written Word: Literacy in Transition, επιμ. Gerd Baumann, Clarendon Press, Οξφόρδη 1986.

[2]. Ιmmanuel Kant, The Metaphysics of Morals, μτφρ. Mary J. Gregor, εισαγωγή Roger J. Sullivan, Cambridge University Press, 1996, σ. 71-72.

[3]. Lisa Gitelman, Paper Knowledge: Toward a Media History of Documents, Duke University Press, 2014.

[4]. Jerome J. McGann, TheTextual Condition, Princeton University Press, 1991.

[5]. Anderson, Benedict R. O’G., Imagined Communities: Reflections on the Origin and Spread of Nationalism, Verso, Λονδίνο 1991.

[6]. Robert Darnton, The Case for Books: Past, Present, and Future, New York Public Affairs, Νέα Υόρκη 2009.

[7] Jean-François Lyotard,The Postmodern Condition: A Report on Knowledge, University of Minnesota Press, 1984.

[8]. Pettitt, Tom, «Opening the Gutenberg parenthesis: Media in transition in Shakespeare’s England», http://web.mit.edu/comm-forum/mit5/papers/Pettitt.Gutenberg%20Parenthesis.Paper.pdf· του ιδίου, «Containment and articulation: Media, cultural production, and the perception of the material world», http://web.mit.edu/comm-forum/mit6/papers/Pettitt.pdf(τελευταία πρόσβαση: 19.6.2014).

[9]. Walter J. Ong, «The literate orality of popular culture», στο Ong, Rhetoric, Romance, and Technology: Studies in the Interaction of Expression and Culture, Cornell University Press, Ίθακα 1971.

[10]. Lyotard, ό.π., σ. 80.

[11]. Vannevar Bush, «As we may think»,The Antlantic (1.7.1945) http://www.theatlantic.com/magazine/archive/1945/07/as-we-may-think/303881/(τελευταία πρόσβαση: 19.6.2014).

[12]. Jeffrey Schnapp  et al., «The immense promise of the digital humanities», New Republic(12.5.2014) http://www.newrepublic.com/article/117711/digital-humanities-have-immense-promise-response-adam-kirsh (τελευταία πρόσβαση: 19.6.2014).

[13]. Elizabeth Bergmann Loizeaux και Neil Fraistat (επιμ.),Reimagining Textuality: Textual Studies in the Late Age of Print, University of Wisconsin Press, 2002.

[14] .Ενδεικτικά σημειώνω ένα πολύ πρόσφατο δείγμα αυτής της τάσης, τη διάλεξη του Walter Isaacson, The intersection of the Humanities and the Sciences, 43rd Jefferson Lecture in the Humanities (12.5.2014), http://www.neh.gov/about/awards/jefferson-lecture/walter-isaacson-lecture (τελευταία πρόσβαση: 19.6.2014).

[15] Kathryn Sutherland και Marilyn Deegan, Transferred Illusions: Digital Technology and the Forms of Print, Ashgate, Λονδίνο 2009· Kathleen Fitzpatrick, Planned Obsolescence Publishing, Technology, and the Future of the Academy, New York University Press, 2011.

[16] http://www.hfc.gr/wmt/webpages/index.php?lid=1&pid=2</a> (τελευταία πρόσβαση: 19.6.2014).

[17] Jacques Derrida, Paper Machine, μτφρ. Rachel Bowlby, Stanford University Press, 2005, σ. 29.